"Ο αληθινός άρχων ου πέφυκε το αυτώ συμφέρον σκοπείσθαι αλλά το τω αρχομένω" Πλάτων, 427-347 π.Χ.
Αιτήματα των δημοτών και των επισκεπτών
Συντήρηση των παιδικών χαρών του χωριού ✅ Αποκατάσταση θέρμανσης και προαύλιο χώρου του Νηπιαγωγείου ✅ Αποκατάσταση οδικού δικτύου από λακκ...
28 Νοε 2023
30 Μαΐ 2023
Οι δύο λύκοι (Ινδιάνικο Παραμύθι) (διαδίκτυο)
Ένα νέο αγόρι μίας φυλής Ινδιάνων αναρωτιόταν τι ήταν η ψυχή. Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική. Μέχρι που ρώτησε τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλή τους. Εκείνος του μίλησε για τους δύο λύκους που υπάρχουν στη ψυχή κάθε ανθρώπου. Το αγόρι κάθισε δίπλα του και ο αρχηγός ξεκίνησε να του μιλάει για τη μάχη μεταξύ των δυο λύκων που υπάρχουν στις ψυχές όλων των ανθρώπων. Ο ένας λύκος είναι το κακό και ότι συμβολίζει: το θυμό, τη ζήλια, τη θλίψη, την απογοήτευση, την απληστία, την αλαζονεία, την ενοχή, την προσβολή, την κατωτερότητα, το ψέμα, τη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Ο άλλος λύκος είναι το καλό και ότι συμβολίζει: τη χαρά, την ειρήνη, την αγάπη, την ελπίδα, την ηρεμία, την ταπεινοφροσύνη, την ευγένεια, τη φιλανθρωπία, τη συμπόνια, τη γενναιοδωρία, την αλήθεια και την ευσπλαχνία. Το αγόρι σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά τον ρώτησε «Και ποιος λύκος κερδίζει;» Ο γέρος Ινδιάνος απάντησε «Αυτός που ταΐζεις».
14 Μαΐ 2023
H Γιορτή της Μητέρας (διαδίκτυο)
Η Γιορτή της μητέρας ή αλλιώς η Ημέρα της μητέρας είναι κινητή εορτή. Στην Ελλάδα γιορτάζεται πάντα τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου.
H Γιορτή της Μητέρας είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όλοι !
Χρόνια Πολλά Μαμά!
Στις μαμάδες, αλλά και στους... μπαμπάδες, είναι αφιερωμένο και το σημερινό σκίτσο του Αρκά.
11 Μαΐ 2023
Το χαλί που το πατούσαν όλοι!!! (διαδίκτυο)
Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της Περσίας ήταν το πιο όμορφο, το πιο πολύτιμο, το πιο ακριβό και ξεχωριστό χαλί του κόσμου. Το διακοσμούσαν παραστάσεις που περιέγραφαν τη χαρά της ζωής και ήταν κατασκευασμένο από μετάξι και ίνες από χρυσό και ασήμι. Ο ιδιοκτήτης του, ένας έμπορος χαλιών, ήταν τόσο περήφανος για το απόκτημά του, που αντί να το κρεμάσει, όπως και όλα τα άλλα χαλιά, το έστρωσε στην είσοδο, για να το καμαρώνει ο ίδιος αλλά και για να είναι το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε ο κάθε πελάτης την ώρα που θα έμπαινε στο μαγαζί του.
Έτσι η φήμη για την ομορφιά του χαλιού εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης και χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν στο κατάστημα, για να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό χαλί. Ο έμπορος ούτε για μια στιγμή δε διανοήθηκε να το πουλήσει, όμως κατάφερε να πουλήσει αμέτρητα χαλιά σε πολύ ακριβές τιμές. Η προσφορά λοιπόν του χαλιού μας ήταν τεράστια. Ένιωθε να το πλημμυρίζει η ευτυχία, γιατί έκανε πάμπλουτο και τον ιδιοκτήτη του και την οικογένειά του, έκανε όμως χαρούμενους και χιλιάδες ανθρώπους, που θαυμάζοντας ένα τέτοιο σπάνιο αντικείμενο τέχνης γέμιζαν τα μάτια τους και τις ψυχές τους με απίστευτη ομορφιά.
Δυστυχώς η ευτυχία του καταστηματάρχη και του χαλιού δεν κράτησαν για πάντα. Με την πάροδο του χρόνου, επειδή όλοι το πατούσαν ασταμάτητα χωρίς να σκεφτούν ότι κι αυτό ήταν φθαρτό και θα μπορούσε να καταστραφεί, άρχισε να λερώνεται, να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει. Τότε το κυρίευσε ο πανικός και προσπαθούσε συνέχεια να φαίνεται πιο όμορφο, τεντωνόταν και φώναζε σε κάθε επισκέπτη: «Σε παρακαλώ, πέρασε, μπορείς να με κάνεις ό τι θέλεις, πάτα με κι άλλο!». Νόμιζε το δύστυχο ότι όσο πιο πολύ το πατούσαν, όσο πιο πολλά πρόσφερε στους ανθρώπους, τόσο πιο πολύ θα το αγαπούσαν και θα γίνονταν κι αυτοί αλλά και το ίδιο ευτυχισμένοι.
Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Μπορεί να συνέχιζαν να το πατάνε, έπαψαν όμως να του δίνουν και σημασία κι αυτό, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του, φθειρόταν ολοένα και η αρχική αγαλλίαση του μετατρεπόταν σε δυσαρέσκεια, θυμό και φόβο που το δηλητηρίαζαν κάθε λεπτό της ημέρας. Ο έμπορος έπαψε φυσικά να είναι περήφανος γι’ αυτό και το κοίταζε με περιφρόνηση στην αρχή και με θυμό στη συνέχεια, γιατί οι πελάτες είχαν λιγοστέψει πολύ και ο ίδιος, όντας και πολύ επιπόλαιος, είχε φτωχύνει ξανά.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μια μέρα, όταν ένας πελάτης μπαίνοντας στο μαγαζί είπε: «Τι το θέλεις αυτό το παλιόχαλο στην είσοδο του μαγαζιού σου; Αυτό το ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο κουρέλι είναι για πέταμα!». Το κακόμοιρο το χαλί μας λοιπόν, έχοντας χάσει όλη του την ομορφιά, διαλυμένο και βαθύτατα δυστυχισμένο, κατέληξε πεταμένο στη γωνιά μιας σκοτεινής και υγρής αποθήκης, παρέα με τα ποντίκια που κι αυτά δεν το σεβάστηκαν και το ροκάνιζαν καθημερινά δίνοντάς του ακόμα μεγαλύτερο πόνο.
Έτσι συμβαίνει και με τις ζωές μας. Όταν συνέχεια «γινόμαστε χαλί να μας πατήσουν», πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα προσφέρουμε την ευτυχία και στον εαυτό μας και στους άλλους πετυχαίνουμε συνήθως το αντίθετο. Αυτοί που τους προσφέρουμε ασταμάτητα παύουν να αναγνωρίζουν την αξία μας, τους βλάπτουμε κακομαθαίνοντάς τους κι εμείς καταλήγουμε φθαρμένοι και διαλυμένοι.
Συντάκτης | Νίκη Ορφανουδάκη
4 Μαΐ 2023
Ό,τι συμβαίνει είναι για το καλό μας…(διαδίκτυο)
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αυτοκράτορας, που είχε διαλέξει σαν προσωπικό του σύμβουλο ένα πολύ σοφό γέροντα που είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, συνεχώς επαναλάμβανε, “ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου… ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου”…Ο αυτοκράτορας όμως παρόλο που το “ελάττωμα” του σοφού τον εκνεύριζε, τον κρατούσε κοντά του γιατί οι συμβουλές και η σοφία του, τού ήταν πολύ χρήσιμα και γι΄ αυτό το λόγο, τον έπαιρνε πάντα μαζί του, ειδικά όταν απομακρυνόταν από το παλάτι. Μια βροχερή μέρα, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να καλλωπιστεί και αφού τον έπλυναν οι γυναίκες της αυλής, ζήτησε από τον κουρέα να τον ξυρίσει και να του κάνει μανικιούρ. Την ώρα όμως που ο κουρέας του έκοβε τα νύχια, ακούστηκε ένας κεραυνός τόσο δυνατός που ο αυτοκράτορας και ο κουρέας τρόμαξαν τόσο πολύ που ο κουρέας έκοψε το μικρό δαχτυλάκι του αυτοκράτορα… Κραυγές, πόνου και θυμού κυρίευσαν τον αυτοκράτορα που έπεσε πάνω στον κουρέα με μεγάλη οργή: “Γρήγορα στην φυλακή, ανάξιε, έκοψες το δάχτυλο του αυτοκράτορα, θα σαπίσεις μέσα στην φυλακή για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου!” Τότε επενέβη ο σοφός γέρος και άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει: “ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου…, ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου”… Ο αυτοκράτορας γεμάτος οργή, φώναξε: “Φτάνει πια, με αυτές τις ανοησίες, σε βαρέθηκα όλα αυτά τα χρόνια και εσύ στην φυλακή, έτσι θα μπορείς ν’ ακούς μόνος σου τις βλακείες σου μέχρι το τέλος της ζωής σου!” Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας, για να ξεθυμώσει και να χαλαρώσει, αποφάσισε να πάει κυνήγι στο δάσος, βέβαια μόνος του, μια και είχε φυλακίσει τον γέροντα σοφό που συνήθως τον ακολουθούσε παντού. Ενώ βρισκόταν στο δάσος, ξαφνικά τον περικύκλωσαν οι πολεμιστές-αιρετικοί της θεάς Κάλι, τον συνέλαβαν και ήταν πολύ ευτυχισμένοι που βρήκαν ένα θύμα για να το θυσιάσουν στην θεά τους. Ο αυτοκράτορας, φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Εκείνοι είχαν αποφασίσει να τον θυσιάσουν στη θεά Κάλι που ήταν η θεά του κακού και γιόρταζε εκείνη τη μέρα. Τον έντυσαν λοιπόν με το ειδικό ράσο, τον άλειψαν με το ιερό τους λάδι, τον έδεσαν στον βωμό και ενώ ο αρχηγός ήταν έτοιμος να του μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά, είδε, με τρόμο, πως από το θύμα έλλειπε ένα μέλος- το μικρό του δαχτυλάκι, βρίζοντας και φτύνοντας τον έλυσε, γιατί δεν επιτρεπόταν να θυσιάσουν κάποιον που δεν ήταν αρτιμελής και έτσι τον άφησαν να φύγει…Ακόμα ζαλισμένος, ο αυτοκράτορας γρήγορα έτρεξε στο παλάτι του και στο δρόμο κατάλαβε τι είχε γίνει,ο σοφός γέροντας είχε δίκιο και ευτυχώς που σε εκείνο το ατύχημα τού έκοψε ο κουρέας το δάχτυλο και έτσι σώθηκε η ζωή του. Τι σημασία είχε ένα δαχτυλάκι λιγότερο μπροστά στον κίνδυνο που είχε διατρέξει; Καλύτερα ζωντανός και με ένα δάχτυλο λιγότερο παρά νεκρός! Φτάνοντας στο παλάτι ο αυτοκράτορας, πήγε αμέσως στις φυλακές και ελευθέρωσε τον κουρέα και μετά πήγε στον σοφό γέροντα, μπήκε στο κελί τον αγκάλιασε και του είπε: “Φίλε μου, συγχώρεσε με, για το κακό που σου έκανα, τι τυφλός που ήμουνα. Με συνέλαβαν οι αιρετικοί της θεάς Κάλι και ενώ ήταν έτοιμοι να με θυσιάσουν, είδαν πως μου έλειπε το μικρό μου δαχτυλάκι και με άφησαν να φύγω, είχες δίκιο φίλε μου, “ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας!” Συγχώρεσε με φίλε μου, θα είσαι πάντοτε κοντά μου και όλο το βασίλειο σου ανήκει…Αλλά τώρα πες μου σε παρακαλώ πολύ, εσύ, που σε έβαλα φυλακή, “που είναι το καλό που συνέβηκε σε σένα;” Με ηρεμία ο γέροντας κοίταξε τον αυτοκράτορα και του απάντησε: “Βλέπετε εξοχότατε, εάν δεν με είχατε φυλακίσει θα σας είχα συνοδέψει, όπως πάντα, στο κυνήγι σας στο δάσος και σε εμένα δεν λείπει κανένα δάχτυλο…! “Ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας”.
30 Απρ 2023
Το πλοίο που βυθιζόταν και η βάρκα που χωρούσε μόνο ένα άτομο (διαδίκτυο)
Μια δασκάλα που δίδασκε στην τάξη της, αποφάσισε να πει στα παιδιά μια καταπληκτική ιστορία.
Η ιστορία της μιλούσε για ένα κρουαζιερόπλοιο που βυθίζονταν και για ένα ζευγάρι που προσπαθούσε να σωθεί μπαίνοντας σε μια σωστική λέμβο. Δυστυχώς όμως ανακάλυψαν ότι στη βάρκα υπήρχε χώρος μόνο για ένα άτομο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ήθελε να διδάξει στα παιδιά της η δασκάλα με αυτή την ιστορία.. «Ένα κρουαζιερόπλοιο άρχισε να βουλιάζει στη θάλασσα και έπρεπε άμεσα να εκκενωθεί από τους επιβάτες. Ένα ζευγάρι έτρεξε γρήγορα προς τις σωσίβιες λέμβους. Όταν έφτασαν όμως, είδαν έντρομοι ότι υπήρχε χώρος για να σωθεί μόνο ένα άτομο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο άντρας έσπρωξε τη σύζυγό του και πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, πήδηξε μέσα στη βάρκα. Τότε η γυναίκα του, η οποία στέκονταν στο πλοίο που βυθίζονταν, φώναξε στον σύζυγό της μια φράση». Η δασκάλα σταμάτησε την αφήγηση της, γύρισε προς τη τάξη και ρώτησε τα παιδιά:
«Τι νομίζετε ότι του φώναξε;»
Οι περισσότεροι από τους μαθητές με ενθουσιασμό απάντησαν ότι η σύζυγος φώναξε: «Σε μισώ!», «Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από εσένα» και «Νόμιζα ότι με αγαπούσες». Η δασκάλα παρατήρησε ένα αγόρι που ήταν συνέχεια σιωπηλό. Τον ρώτησε τι πίστευε ότι φώναξε η σύζυγος και αυτός της απάντησε:
«Κυρία, νομίζω ότι του φώναξε: «Να προσέχεις το παιδί μας».
Έκπληκτη η δασκάλα τον ρώτησε: «Έχεις ακούσει ξανά αυτή την ιστορία;»
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά: «Όχι, αλλά αυτό ήταν που είπε και η δική μου μαμά στον μπαμπά μου, λίγο πριν πεθάνει από την αρρώστια της». Η δασκάλα γύρισε προς τα παιδιά και τους είπε με χαμηλή φωνή:
«Η απάντηση είναι σωστή».
Το πλοίο τελικά βυθίστηκε και όλοι όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν σκοτώθηκαν. Ο άντρας πήγε στο σπίτι και μεγάλωσε την κόρη τους μόνος του. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του πατέρα της, η κόρη τους βρήκε τυχαία το ημερολόγιο του και διάβασε ολόκληρη την ιστορία. Ανακάλυψε ότι η μητέρα της, λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο, είχε διαγνωσθεί με μια ανίατη ασθένεια. Την κρίσιμη στιγμή, ο πατέρας έκανε αυτό που πίστευε ότι ήταν σωστό. Όχι για αυτόν, αλλά για την κόρη τους. «Ήθελα τόσο να μείνω μαζί σου στο πλοίο αγαπημένη μου. Ήθελα να πεθάνουμε μαζί. Αλλά για χάρη της κόρης μας, επέλεξα να σε αφήσω μόνη», έγραφε στο ημερολόγιό του». Τα παιδιά έμειναν για αρκετά λεπτά σιωπηλά μόλις η δασκάλα τελείωσε την ιστορία της. Η δασκάλα τότε προσπάθησε να δώσει στα παιδιά να καταλάβουν το νόημα αυτής της ιστορίας:
«Το καλό και το κακό είναι περίπλοκα και πολλές φορές πολύ δύσκολο να τα κατανοήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να επικεντρώνεται κάποιος μόνο στην επιφάνεια και να κρίνει τον άλλον χωρίς να προσπαθήσει πρώτα να κατανοήσει τις πράξεις του.
Άν έχετε βγει να φάτε με κάποιον φίλο και προσφερθεί τε να πληρώσετε τον λογαριασμό, δεν το κάνετε γιατί έχετε πολλά χρήματα αλλά γιατί βάζετε την φιλία σας πάνω από τα χρήματα.
Εκείνοι που παίρνουν πρωτοβουλίες στη δουλειά τους, δεν το κάνουν επειδή είναι χαζοί, αλλά επειδή καταλαβαίνουν την έννοια της ευθύνης.Όσοι ζητούν συγγνώμη μετά από έναν καυγά, δεν το κάνουν επειδή ξέρουν ότι υποστήριζαν την λάθος άποψη, αλλά επειδή εκτιμούν περισσότερο τον άνθρωπο δίπλα τους. Εκείνοι που είναι πρόθυμοι να σας βοηθήσουν, δεν το κάνουν επειδή σας χρωστάνε κάτι, αλλά επειδή σας βλέπουν ως ένα αληθινό φίλο. Εκείνοι που σας τηλεφωνούν συχνά, δεν το κάνουν γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν, αλλά επειδή είστε στην καρδιά τους. Μια ημέρα, όλοι θα αναγκαστούμε να χωρίσουμε από αυτούς που έχουμε σήμερα δίπλα μας. Θα χάσετε τις κουβέντες σας, θα ξεχάσετε τα όνειρο που κάνατε μαζί τους. Οι ημέρες θα περάσουν, τα χρόνια θα φύγουν και μια μέρα τα παιδιά σας θα δουν μερικές φωτογραφίες και θα σας ρωτήσουν:
«Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;»
Και εσείς θα χαμογελάσετε με αόρατα δάκρυα, και θα τους απαντήσετε:
«Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους πέρασα τις καλύτερες μέρες της ζωής μου.»
ΠΗΓΗ: awakengr
28 Απρ 2023
Χόρχε Μπουκάι: Πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση μας με τους γονείς μας (Διαδίκτυο)
Πάει καιρός που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Τη στιγμή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ’ αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του… τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, και το χειρότερο είναι ότι, την εποχή που μιλάμε, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει. Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει.
Άρα, βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα.
Η ουσία της ιστορίας αρχίζει όταν τα παιδιά μαζεύονται για να συζητήσουν ποιο θα είναι το μέλλον του πατέρα τους. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει. Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ’ αυτήν την κατάσταση. Σκέφτονται, επίσης, ότι κανένας τους δεν μπορεί ν’ αντέξει αυτήν την καθυστέρηση. Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν’ αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους. Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα…Τους θλίβει αυτή η προοπτική, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για το μέλλον και τη ζωή τους. Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας. Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:
«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»
«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.
Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:
«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»
Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ’ αυτό που του λένε τα παιδιά του. Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος. Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:
«Εδώ είναι.»
«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.
«Εδώ είναι» λέει ξανά.
Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα…
Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;
«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος…» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.
Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:
«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»
Κι ο γέρος τους απαντά:
«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».
«Καλώς ή κακώς, αυτήν την επίδραση έχει η διαπαιδαγώγηση: αποκτούμε την τάση να συμπεριφερόμαστε στους γονείς μας όπως εκείνοι μας έμαθαν με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δικούς τους γονείς, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα παιδιά μας θα κάνουν σ’ εμάς τα ίδια που είδαν να κάνουμε κι εμείς στους γονείς μας.
«Μεταδίδοντας στα παιδιά μας τη συναισθηματική ικανότητα της αγάπης, της φροντίδας και της στήριξης των δικών μας γονιών, τους έχουμε διδάξει αυτήν την ίδια ικανότητα, τους την έχουμε μάθει.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωϊσμό» του Χόρχε Μπουκάι
26 Απρ 2023
Ο Τανγκ, η κόρη του βασιλιά και οι σπόροι της αυτοεκτίμησης (διαδίκτυο)
Ο Τάνγκ ήταν ένας μικρός εργάτης στο βασίλειο της Ανατολής. Δούλευε τον χαλκό και κατασκεύαζε καταπληκτικά εργαλεία που πουλούσε στην αγορά. Ήταν ευτυχισμένος με τη ζωή του και είχε καλή εκτίμηση για τον εαυτό του. Δεν περίμενε τίποτα άλλο από το να βρει τη γυναίκα της ζωής του. Μια μέρα, ένας απεσταλμένος του βασιλιά ήρθε να ανακοινώσει ότι ο μεγαλειότατος επιθυμούσε να παντρέψει την κόρη του με εκείνον τον νεαρό άντρα του βασιλείου που θα είχε την καλύτερη εκτίμηση για τον εαυτό του. Την καθορισμένη μέρα, ο Τανγκ πήγε στο παλάτι και βρέθηκε ανάμεσα σε πολλές εκατοντάδες νέους υποψήφιους μνηστήρες. Ο βασιλιάς τους είδες όλους και ζήτησε από τον αρχιθαλαμηπόλο του να δώσει στον καθένα από 5 σπόρους λουλουδιών. Στη συνέχεια, τους ζήτησε να φύγουν και να γυρίσουν την άνοιξη με μια γλάστρα φυτεμένη με λουλούδια, που να προέρχονται από τους σπόρους που τους είχε δώσει. Ο Τανγκ φύτεψε τους σπόρους φροντίζοντας τους με μεγάλη προσοχή, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε, ούτε βλαστάρια ούτε λουλούδια. Την καθορισμένη ημερομηνία, ο Τανγκ πήρε τη γλάστρα του χωρίς λουλούδια και ξεκίνησε για το παλάτι. Οι εκατοντάδες άλλοι μνηστήρες κρατούσαν τις γλάστρες του που ήταν γεμάτες καταπληκτικά λουλούδια και κορόιδευαν τον Τανκ για την άδεια γλάστρα του. Ζήτησε λοιπόν ο βασιλιάς να περάσει κάθε υποψήφιος από μπροστά του και να του παρουσιάσει τη γλάστρα του. Ο Τανγκ εμφανίστηκε λίγο αμήχανος μπροστά στον βασιλιά: “Κανένας από τους σπόρους δεν φύτρωσε, μεγαλειότατε”, είπε. Και ο βασιλιάς του απάντησε “Τανγκ, μείνε εδώ, δίπλα μου!” Όταν προέλασαν όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες, ο βασιλιάς τους έδιωξε όλους εκτός από τον Τανγκ. Έπειτα, ανακοίνωσε σε όλο το βασίλειο ότι η κόρη του και ο Τανγκ θα παντρεύονταν το ερχόμενο καλοκαίρι. Ήταν μια καταπληκτική γιορτή. Ο Τανγκ και η πριγκίπισσα ήταν κάθε μέρα όλο και πιο ερωτευμένοι. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Μια μέρα, ο Τανγκ ρώτησε τον βασιλιά και πεθερό του: “Μεγαλειότατε, γιατί με επιλέξατε για γαμπρό, αν και οι σπόροι μου δεν είχαν ανθίσει;” “Επειδή δεν μπορούσαν να ανθίσουν. Τους είχα βάλει να βράσουν ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα! Έτσι, εσύ ήσουν ο μόνος που είχες αρκετή εκτίμηση στον εαυτό σου και προς τους άλλους ώστε να είσαι ειλικρινής και έντιμος. Ένα τέτοιον άνθρωπο ήθελα για γαμπρό.
Απόσπασμα από το βιβλίο των ΡΟΖΕΤ ΠΟΛΕΤΙ και ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΝΤΟΜΠΣ "Για να ενισχύσετε την αυτοεκτίμησή σας".
24 Απρ 2023
Η Αλήθεια και Το Ψέμα
Από σήμερα δημιουργήθηκε μια καινούργια ετικέτα (διαδίκτυο) στην οποία θα αναρτούμε οτιδήποτε βρίσκουμε ενδιαφέρον στο διαδίκτυο και πιστεύουμε ότι θα είναι ευχάριστο για όλους μας χωρίς να έχει σχέση με το χωριό μας.
Ένας θρύλος του 19ου αιώνα λέει ότι η Αλήθεια και Το Ψέμα συναντήθηκαν κάποτε. Το Ψέμα καλημέρισε την Αλήθεια της είπε «Ωραία μέρα σήμερα». Η Αλήθεια για να βεβαιωθεί κοίταξε γύρω και τον ουρανό και όντως η μέρα ήταν ωραία. Περπάτησαν για λίγο ώσπου έφτασαν σε ένα μεγάλο πηγάδι γεμάτο νερό. Το Ψέμα βούτηξε το χέρι του στο νερό και γυρίζοντας στην Αλήθεια της είπε «Ωραίο και ζεστό το νερό. Θες να κολυμπήσουμε μαζί»? Και πάλι η Αλήθεια ήταν καχύποπτη. Δοκίμασε όμως με το χέρι της το νερό και πράγματι ήταν ζεστό. Μπήκαν λοιπόν και οι δυο τους στο νερό και κολυμπούσαν για αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά το Ψέμα, βγήκε από το πηγάδι, φόρεσε τα ρούχα της Αλήθειας και εξαφανίστηκε. Η Αλήθεια θυμωμένη βγήκε γυμνή τρέχοντας παντού ψάχνοντας για το Ψέμα να πάρει τα ρούχα της. Ο κόσμος που την έβλεπε γυμνή, γύριζε το βλέμμα του αλλού είτε από ντροπή είτε από θυμό. Η φτωχή Αλήθεια ντροπιασμένη γύρισε στο πηγάδι και χώθηκε εκεί για πάντα. Έκτοτε το Ψέμα γυρίζει ανενόχλητο ντυμένο σαν Αλήθεια ικανοποιώντας τα τερτίπια του κόσμου, ο οποίος με κανένα τρόπο δεν θέλει να δει τη γυμνή Αλήθεια.
(Ο πίνακας με την Αλήθεια να βγαίνει από το πηγάδι είναι του Γάλλου Jean-Leon Gerome, 1896)